φιμώ

φιμώ
-όω, ΜΑ
βλ. φιμώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιμῶ — φῑμῶ , φιμός any instrument for keeping the mouth closed masc gen sg (doric aeolic) φῑμῶ , φιμόω muzzle pres subj act 1st sg φῑμῶ , φιμόω muzzle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιμῷ — φῑμῷ , φιμός any instrument for keeping the mouth closed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιμώνω — φιμῶ, όω, ΝΜΑ [φιμός] (σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο νεοελλ. 1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τόν εμποδίσω να φωνάξει 2. μτφ. στερώ την ελευθερία τού λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς τής δικτατορίας») 3. φρ …   Dictionary of Greek

  • καταφιμώ — καταφιμῶ, όω (Α) (επιτ. τ. τού φιμώ*) κλείνω το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • κήμωτρον — κήμωτρον, τὸ (Α) ο κημός*, το φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κημῶ + επίθημα τρον (πρβλ. σάρω τρον, φίμω τρον)] …   Dictionary of Greek

  • μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • οίνωτρον — οἴνωτρον και οἴνωθρον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «χάρακα, ἧ τὴν ἄμπελον ἱστᾱσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + επίθημα (ω)τρον, κατά τα ουσ. σε τρον από ρήματα σε όω (πρβλ. σάρω τρον, φίμω τρον)] …   Dictionary of Greek

  • περιφιμώ — όω, Α κλείνω τελείως, καπακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • φίμωση — η / φίμωσις, ώσεως, ἡ, ΝΜΑ [φιμῶ / ώνω] 1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου 2. ιατρ. στένωση τής πόσθης τού πέους, που εμποδίζει την έξοδο τής βαλάνου νεοελλ. 1. εφαρμογή φιμώτρου 2. το κλείσιμο τού στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην… …   Dictionary of Greek

  • φίμωτρο — το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α νεοελλ. πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε μσν. αρχ. (γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα τρον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”